μέγιστος -η -ο Adj.  [megistos -i -o, mejistos -i -o, megistos -h -o]

  Adj.
(23)
(17)

GriechischDeutsch
Ως χρόνος εκκίνησης του πειράματος κινητικής εκρόφησης t0 λαμβάνεται η χρονική στιγμή κατά την οποία ο μέγιστος ανακτημένος όγκος του διαλύματος της υπό δοκιμή ουσίας (μετά την επίτευξη ισορροπίας προσρόφησης) αντικαθίσταται από ίσο όγκο διαλύματος 0,01 M CaCl2.Als die Zeit t0, bei der das Desorptionskinetikexperiment beginnt, gilt der Augenblick, in dem das höchste erhaltene Volumen der Testsubstanzlösung (nach Einstellen des Adsorptionsgleichgewichts) durch ein identisches Volumen 0,01 M CaCl2-Lösung ersetzt wird.

Übersetzung bestätigt

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παρασκευής, τη στιγμή κατά την οποία αναμένεται ο μέγιστος αριθμός σταφυλοκόκκωνZu einem Zeitpunkt während der Herstellung, zu dem der höchste Staphylokokkengehalt erwartet wird

Übersetzung bestätigt

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παρασκευής, τη στιγμή κατά την οποία αναμένεται ο μέγιστος αριθμός E. coli [35]Zu einem Zeitpunkt während der Herstellung, zu dem der höchste E.-coli-Gehalt erwartet wird [35]

Übersetzung bestätigt

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παρασκευής, τη στιγμή κατά την οποία αναμένεται ο μέγιστος αριθμός E.Coli [34]Zu einem Zeitpunkt während der Herstellung, zu dem der höchste E.-coli-Gehalt erwartet wird [34]

Übersetzung bestätigt

Ημέρες κατά τις οποίες ο μέγιστος ημερήσιος μέσος όρος 8 ωρών υπερέβη τον τριετή μέσο όρο της τιμής στόχουTage, an denen der höchste 8-Stunden-Mittelwert pro Tag über dem durchschnittlichen Zielwert für drei Jahre lag

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

  • μέγιστος (maskulin)
  • μέγιστη (feminin)
  • μέγιστο (neutrum)


Griechische Definition zu μέγιστος -η -ο

μέγιστος -η -ο [méjistos] : (λόγ.) που είναι πάρα πολύ μεγάλος: Είναι μέγιστο σφάλμα να… Tο μέγιστο βάθος / ύψος. H μέγιστη τιμή / ταχύτη τα. || (μαθημ.) μέγιστος -η -ο κοινός διαιρέτης, ο μεγαλύτερος από τους κοινούς διαιρέτες δύο ή περισσότερων φυσικών αριθμών. || (ως ουσ.) το μέγιστο, η μεγαλύτερη δυνατή τιμή που μπορεί να πάρει μια μεταβλητή ποσότητα: Tο μέγιστο που καπνίζω είναι δέκα τσιγάρα ημερησίως. (έκφρ.) στο μέγιστο, όσο γίνεται περισσότερο: Aξιοποίησε στο μέγιστο τις δυνατότητές του. μέγιστα ΕΠIΡΡ ιδίως στην έκφραση τα μέγιστος -η -ο, πάρα πολύ: Ωφελήθηκα τα μέγιστος -η -ο από τις συμβουλές σου.

[λόγ. < αρχ. μέγιστος, υπερθ. του μέγας]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback